Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Ιθαγένεια (European Treaty Series No. 166[1][2]) υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 6 Νοεμβρίου 1997. Είναι μια γενική σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που ασχολείται με τους νόμους για την ιθαγένεια. Η Σύμβαση είναι ανοιχτή προς υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, και τα μη Μέλη Κράτη που συμμετείχαν στην διαμόρφωσή της, καθώς και για προσχώρηση για άλλα μη Μέλη Κράτη. Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2000 μετά από την κύρωση από 3 χώρες. Μέχρι τις 29 Σεπτεμβρίου 2016, 29 χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, εκ των οποίων όμως μόνο 20 την έχουν κυρώσει[3].
Προβλέψεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τους ορισμούς, μεταξύ των οποίων αναφέρει ότι (άρθρο 1α): "ιθαγένεια είναι ο νομικός δεσμός που συνδέει το άτομο με το Κράτος και δεν αποτελεί ένδειξη της εθνικής καταγωγής του".
Κεφάλαια 2 και 3
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Άρθρο 4 Παράγραφος δ προβλέπει ότι ούτε ο γάμος ούτε η διάλυσή του πλήττει αυτόματα την ιθαγένεια των συζύγων, ούτε η αλλαγή ιθαγένειας κατά τη διάρκεια του γάμου του ενός συζύγου πλήττει αυτόματα την ιθαγένεια του άλλου. Η κοινή πρακτική των Ευρωπαϊκών κρατών στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι η γυναίκα έπρεπε να έχει την ιθαγένεια του συζύγου της, δηλαδή με το γάμο αποκτούσε αυτόματα την ιθαγένειά του και έχανε την προηγούμενη ιθαγένειά της. Ακόμα και μετά που η ιθαγένεια της γυναίκας δεν εξαρτιόταν από αυτή του άντρα της, υπάρχουν ακόμα διατάξεις στους νόμους με τις οποίες πολιτογραφούνται αυτόματα οι παντρεμένες γυναίκες, και κάποιες φορές και οι άντρες. Η παραπάνω τακτική είχε οδηγήσει σε προβλήματα, όπως η απώλεια της αρχικής ιθαγένειας των συζύγων, ο ένας σύζυγος να χάνει τα δικαιώματα σε προξενική βοήθεια (καθώς αυτή δεν μπορεί να δοθεί σε πολίτες υπό ξένη δικαιοδοσία των οποίων έχουν επίσης την ιθαγένεια), και οι άντρες να καθίστανται υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας. Το Άρθρο 4 παράγραφος δ αντιμετώπισε αυτή την κατάσταση.
Το Άρθρο 5 ορίζει ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει διάκριση στους εθνικούς νόμους ιθαγένειας βάσει "φύλλου, θρησκείας, φυλής, χρώματος, και εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής". Επίσης ότι τα κράτη δεν πρέπει να κάνουν διάκριση τους πολίτες του βάσει της απόκτησης της ιθαγένειάς τους από η γέννηση ή κατόπιν.
Το Άρθρο 6 αναφέρεται στην απόκτηση της ιθαγένειας. Ορίζει ότι η ιθαγένεια θα πρέπει να αποκτιέται με τη γέννηση λόγω καταγωγής από όποιον από τους δύο γονέα, γι’ αυτούς που γεννιούνται στην επικράτειά του (τα κράτη μπορούν να εξαιρούν εν μέρει ή εντελώς τα παιδιά που γεννιούνται στο εξωτερικό). Επίσης ορίζει την απόκτηση ιθαγένειας βάσει την γέννησης στην επικράτεια του κράτους. Τα κράτη όμως μπορούν να περιορίζουν το παραπάνω μόνο στα παιδιά που αλλιώς θα καθίσταντο ανιθαγενή. Προβλέπει επίσης τη διαδικασία της πολιτογράφησης, και ορίζει ότι το διάστημα της νόμιμης και μόνιμης κατοικίας που απαιτείται ως προϋπόθεση δεν θα πρέπει να ξεπερνά τα 10 χρόνια. Επίσης ορίζει τη "διευκόλυνση" για την απόκτηση της ιθαγένειας από συγκεκριμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων ήδη πολιτών, παιδιά πολιτών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, που ένας γονέας απέκτησε την ιθαγένεια, που υιοθετήθηκαν από έναν πολίτη, άτομα που νόμιμα είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στη χώρα για περίοδο πριν τα 18 χρόνια, καθώς και ανιθαγενείς και πρόσφυγες που διαμένουν νόμιμα στη χώρα.
Το Άρθρο 7 κανονίζει την απώλεια ιθαγένειας. Ορίζει ότι τα κράτη μπορούν να στερούν την ιθαγένεια από πολίτη μόνο κατά περιπτώσεις όπως οικειοθελούς απόκτησης άλλης ιθαγένειας, απάτης ή ελλιπούς παροχής πληροφοριών για την απόκτηση της ιθαγένειας, εθελοντική στράτευση σε ξένη χώρα, ή υιοθεσίας ως παιδί από αλλοδαπούς. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα για απώλεια της ιθαγένειας ελλείψει δεσμών με το κράτος πολίτη που διαμένει μόνιμα στο εξωτερικό. Τέλος, λόγω "συμπεριφοράς που πλήττει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα του Κράτους".
Το Άρθρο 8 ορίζει ότι ο πολίτης ενός κράτους έχει το δικαίωμα να αποκηρύξει την ιθαγένειά του με την προϋπόθεση ότι δεν καθίσταται ανιθαγενής. Τα κράτη μπορούν όμως να περιορίσουν αυτό το δικαίωμα μόνο για τους πολίτες τους που διαμένουν στο εξωτερικό.
Κεφάλαια 4-9
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κεφάλαιο 4 προβλέπει τις διαδικασίες κτήσης, διατήρησης, απώλειας και επανάκτησης πιστοποιητικών ιθαγένειας, για τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν εύλογο διάστημα επεξεργασίας των αιτημάτων, έγγραφη και αιτιολογημένη απόκριση του Κράτους, εύλογα τέλη, και δικαίωμα προσφυγής του ατόμου σε διοικητικά ή ένδικα μέσα.
Το Κεφάλαιο 5 ορίζει ότι τα Κράτη μέρη θα πρέπει να επιτρέπει στα παιδιά που αποκτούν πολλαπλή ιθαγένεια με τη γέννηση να τη διατηρήσουν, όπως και στους πολίτες που αποκτούν αυτόματα κι άλλη ιθαγένεια με το γάμο. Επιτρέπει όμως τα κράτη να ρυθμίζουν γενικά πότε κάποιος πολίτης τους θα έχει το δικαίωμα πολλαπλής ιθαγένειας και πότε όχι.
Το Κεφάλαιο 7 ορίζει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις σε περιπτώσεις πολλαπλής ιθαγένειας, όπου στο Άρθρο21 παράγραφος 1 ορίζεται ότι οι πολίτες που έχον πολλαπλή ιθαγένεια, έχουν υποχρέωση στρατιωτικής θητείας μόνο σε ένα τα Κράτη μέρη. Επίσης παρέχει λεπτομέρειες για την εκπλήρωση της θητείας ανάλογα με το συνήθη τόπο διαμονής του υπόχρεου, τον εθελοντικό ή όχι χαρακτήρα της κατάταξης, τους νόμους των κρατών για την υποχρέωση στράτευσης, και τη δυνατότητα εναλλακτικής θητείας. Τέλος, απαλλάσσει τα κράτη μέρη από τις υποχρεώσεις των διατάξεων σε περίπτωση επιστράτευσης. Το Άρθρο 25 δίνει τη δυνατότητα τα κράτη κατά την υπογραφή, προσχώρηση ή κύρωση της Σύμβασης να δηλώσουν ότι δεν θα εφαρμόσουν τις υποχρεώσεις περί στράτευσης του Κεφαλαίου 7. Αντίστοιχα, σε μελλοντικό χρόνο μπορεί να κοινοποιήσει την εφαρμογή του.
Ισχύς και εφαρμογή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συμμετέχοντα μέλη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εφαρμογή της Σύμβασης ορίζεται από Κεφάλαιο 10. Η Σύμβαση άρχισε να έχει ισχύ την πρώτη του μηνός 3 μήνες μετά τις τρεις πρώτες κυρώσεις (Άρθρο 27, 2), δηλαδή την 1η Μαρτίου 2000. Μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 2016, η κατάσταση για τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει ως εξής[3]: Από τα 47 μέλη του, τα 29 έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, εκ των οποίων τα 9 δεν την έχουν κυρώσει, και τα 18 δεν την έχουν υπογράψει.
Χώρα | Υπογραφή | Κύρωση | Σε ισχύ |
---|---|---|---|
Μέλη που υπόγραψαν | |||
Αλβανία | 7 Μαΐου 1999 | 11 Φεβρουαρίου 2004 | 1 Ιουνίου 2004 |
Αυστρία | 6 Νοεμβρίου 1999 | 17 Σεπτεμβρίου 1998 | 1 Μαρτίου 2000 |
Βόρεια Μακεδονία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 3 Ιουνίου 2003 | 1 Οκτωβρίου 2003 |
Βοσνία και Ερζεγοβίνη | 31 Μαρτίου 2006 | 22 Νοεμβρίου 2008 | 1 Φεβρουαρίου 2009 |
Βουλγαρία | 15 Ιανουαρίου 1998 | 2 Φεβρουαρίου 2006 | 1 Ιουνίου 2006 |
Γαλλία | 4 Ιουλίου 2000 | ||
Γερμανία | 4 Φεβρουαρίου 2002 | 11 Μαΐου 2005 | 1 Σεπτεμβρίου 2005 |
Δανία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 24 Ιουλίου 2002 | 1 Νοεμβρίου 2002 |
Ελλάδα | 6 Νοεμβρίου 1997 | ||
Ισλανδία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 26 Μαρτίου 2003 | 1 Ιουλίου 2003 |
Ιταλία | 6 Νοεμβρίου 1997 | ||
Κροατία | 19 Ιανουαρίου 2005 | ||
Λετονία | 30 Μαΐου 2001 | ||
Λουξεμβούργο | 26 Μαΐου 2008 | ||
Μάλτα | 29 Οκτωβρίου 2003 | ||
Μαυροβούνιο | 5 Μαΐου 2010 | 26 Ιουνίου 2010 | 1 Νοεμβρίου 2010 |
Μολδαβία | 3 Νοεμβρίου 1998 | 30 Νοεμβρίου 1999 | 1 Μαρτίου 2000 |
Νορβηγία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 4 Ιουνίου 2009 | 1 Οκτωβρίου 2009 |
Ολλανδία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 21 Μαρτίου 2001 | 1 Ιουλίου 2001[σ 1] |
Ουγγαρία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 21 Νοεμβρίου 2001 | 1 Μαρτίου 2002 |
Ουκρανία | 1 Ιουλίου 2003 | 21 Δεκεμβρίου 2006 | 1 Απριλίου 2007 |
Πολωνία | 29 Απριλίου 2009 | ||
Πορτογαλία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 15 Οκτωβρίου 2001 | 1 Φεβρουαρίου 2002 |
Ρουμανία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 20 Ιανουαρίου 2005 | 1 Μαΐου 2005 |
Ρωσία | 6 Νοεμβρίου 1997 | ||
Σλοβακία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 27 Μαΐου 1998 | 1 Μαρτίου 2000 |
Σουηδία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 28 Ιουνίου 2001 | 1 Οκτωβρίου 2001 |
Τσεχία | 7 Μαΐου 1999 | 19 Μαρτίου 2004 | 1 Ιουλίου 2004 |
Φινλανδία | 6 Νοεμβρίου 1997 | 6 Αυγούστου 2008 | 1 Δεκεμβρίου 2008 |
Μέλη που δεν υπόγραψαν | |||
Άγιος Μαρίνος | |||
Αζερμπαϊτζάν | |||
Ανδόρρα | |||
Αρμενία | |||
Βέλγιο | |||
Γεωργία | |||
Ελβετία | |||
Εσθονία | |||
Ηνωμένο Βασίλειο | |||
Δημοκρατία της Ιρλανδίας | |||
Ισπανία | |||
Κύπρος | |||
Λιθουανία | |||
Λίχτενσταϊν | |||
Μονακό | |||
Σερβία | |||
Σλοβενία | |||
Τουρκία |
Η Σύμβαση είναι ανοιχτή για υπογραφή και για τα μη μέλη τα οποία συμμετείχαν στη σύνταξή της, από τα οποία κανένα δεν έχει υπογράψει τη σύμβαση (Βατικανό (παρατηρητής) , Η.Π.Α., Καναδάς, Κιργιζία και Λευκορωσία), καθώς και για προσχώρηση από άλλα μη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Επιφυλάξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα κράτη μέρη μπορούν να εκφράσουν κατά την υπογραφή, έγκριση, κύρωση ή προσχώρηση στη Σύμβαση την επιφύλαξή τους να εφαρμόσουν διατάξεις σε αυτήν, εκτός από τις διατάξεις των Κεφαλαίων 1, 2, και 6. Έτσι, ήδη ακόμα και από τις χώρες που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση, κάποιες διατάξεις δεν εφαρμόζονται[4]. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι επιφυλάξεις για μη τήρηση διατάξεων που αφορούν στα: γραπτή αιτιολογημένη διαδικασία για τα αιτήματα ιθαγένειας και δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης[σ 2], διατάξεων για τη στράτευση πολιτών με πολλαπλή ιθαγένεια[σ 3], τη μη παροχή ιθαγένειας για συγκεκριμένες κατηγορίες βάση του δίκαιου του εδάφους[σ 4], την απώλεια ή αποποίηση της ιθαγένειας[σ 5].
Προβλήματα και ζητήματα στην εφαρμογή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από τις εκφρασμένες παραπάνω επιφυλάξεις, με τις οποίες κάποια κράτη δεν δεσμεύονται στη τήρηση συγκεκριμένων διατάξεων της Σύμβασης, υπάρχουν και κάποιες ζητήματα και προβλήματα στην εφαρμογή της Σύμβασης και στις χώρες οι οποίες την έχουν υπογράψει και / ή κυρώσει. Ήδη το πρώτο ζήτημα είναι ότι ενώ 9 χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση, το οποίο γενικά σημαίνει δέσμευση στην επιθυμία να την κυρώσουν, να μην δρουν ενάντια στο πνεύμα της, και να μην καθυστερήσουν την κύρωση αναίτια[5][6], δεν έχουν το 2016, σχεδόν 20 χρόνια μετά, κυρώσει τη Σύμβαση.
Άλλα ζητήματα περιλαμβάνουν περιπτώσεις όπως π.χ. η Ολλανδία, η οποία κύρωσε τη Σύμβαση το 2001, αλλά το 2005 έγινε προσπάθεια καταπολέμησης της πολλαπλής ιθαγένειας, ο νόμος αποσύρθηκε το 2007 με την εισαγωγή νέου το 2008 το οποίο έγινε δεκτό το 2010[7], και η Δανία, η οποία διατηρεί ακόμα αυστηρούς νόμους ιθαγένειας, για τη πολιτογράφηση και την πολλαπλή ιθαγένεια, αποτελώντας εξαίρεση στην αντίθεση τάση των Σκανδιναβικών χωρών[7][8].
Τέλος, ένα σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει επίσημο θεσμοθετημένο όργανο για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης, και πιθανών παραβιάσεών της και επιβολής κυρώσεων[7]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Εφαρμογή για τα κράτη του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, Ολλανδία και Αρούμπα από την 1η Ιουλίου 2001, ενώ για τα Κουρασάο, Σιντ Μάαρτεν και τα τρία Ολλανδικά νησιά της Καραϊβικής από τις 10 Οκτωβρίου 2010.
- ↑ Δανία, Ουγγαρία: Δεν δεσμεύονται στην παροχή δυνατότητας προσφυγής για απόφαση για ιθαγένεια (Άρθρο 12). Για τη Δανία αυτό θα απαιτούσε την τροποποίηση του Δανέζικου Συντάγματος. Βουλγαρία, Ουγγαρία: Δεν δεσμεύονται οι αποφάσεις που αφορούν την κτήση, διατήρηση, απώλεια και ανάκτηση της ιθαγένειας να είναι γραπτές και αιτιολογημένες (Άρθρο 11).
- ↑ (ενδεικτικά) Αυστρία: (Άρθρο 8, Άρθρο 22), (μεταξύ άλλων) αν ένας πολίτης έχει απαλλαγεί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις σε άλλο κράτος μέρος που διαμένει, δεν έχει απαλλαγεί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του στην Αυστρία. Φινλανδία: Μικρές διαφοροποιήσεις (μη δέσμευση τήρησης) σε κάποιες διατάξεις για τη στράτευση (Άρθρο 21 παράγραφος 3ζ, Άρθρο 22, παράγραφος α). Ουγγαρία: Διαφοροποίηση στο Άρθρο 21 παράγραφος 3α για τη στράτευση. Επίσης η Βόρεια Μακεδονία και η Ουκρανία σύμφωνα με το Άρθρο 25, δήλωσαν ότι δεν θα εφαρμόσουν το Κεφάλαιο 7.
- ↑ (ενδεικτικά) Αυστρία: 10 χρόνια εκ των οποίων τα 5 τελευταία συνεχούς διαμονής αντί για 5 μέγιστο που προβλέπεται, να μην έχει καταδικαστεί ή κριθεί ένοχος, μπορεί να κάνει αίτηση πολιτογράφησης το ίδιο το άτομο μετά τα 18 χρόνια και όχι μετά τα 20, επίσης δεν δεσμεύεται να διευκολύνει την απόκτηση ιθαγένειας από ανιθαγενείς και αναγνωρισμένους πρόσφυγες που έχουν τη νόμιμη και συνήθη διαμονή στη χώρα της, αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Ρουμανία: δεν δεσμεύεται να παρέχει ιθαγένεια σε άτομα που γεννήθηκαν στο έδαφός της και διαμένουν μόνιμα στη χώρα, σε πρόσφυγες και ανιθαγενείς που διαμένουν μόνιμα στη χώρα (Άρθρο 6, παράγραφος 4ε, 4στ, 4ζ).
- ↑ (ενδεικτικά) Γερμανία: Άρθρο 7 παράγραφος στ., μπορεί να χάσει την ιθαγένειας αν εκτός από την περίοδο που ήταν ανήλικος που προβλέπεται, και μετά την ενηλικίωσή του αποδειχθεί ότι κάποιος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις πολιτογράφησης 2. Άρθρο 7 παράγραφος ζ, την ιθαγένεια μπορεί να απολέσει εκτός από παιδί, και ενήλικος που υιοθετείται 3. Δεν θα παραχωρείται δικαίωμα αποχώρησης από την ιθαγένεια (αποποίηση ιθαγένειας) ανεξάρτητα από το πού διαμένουν, σε δημόσιους λειτουργούς, δικαστές, στρατιωτικούς, και σε όσα άτομα που έχουν επαγγελματική ή επίσημη θέση δημοσίου δικαίου, μέχρι τη λήξη της σύμβασης – σχέσης τους, εξαιρουμένων αυτών που κατέχουν τιμητική θέση. Επίσης, σε άτομα που υπέχουν στρατιωτικών υποχρεώσεων, ή εωσότου αυτά λάβουν βεβαίωση απαλλαγής. Βουλγαρία, Μαυροβούνιο: δεν δεσμεύονται για την τήρηση του Άρθρου 16.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ (Αγγλικά) Λεπτομέρειες της Σύμβασης
- ↑ Κείμενο της Σύμβασης
- ↑ 3,0 3,1 «European Convention on Nationality: Status». Συμβούλιο της Ευρώπης.
- ↑ Reservations and Declarations for Treaty No.166
- ↑ What is the difference between signing, ratification and accession of UN treaties?
- ↑ «Άρθρο 18 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2016.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 «International law and European nationality laws» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2016.
- ↑ Κτήση ιθαγένειας κράτους από τέκνα αλλοδαπών